- φιλόγονος
- φιλόγονοςloving one's childrenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόγονος — ον, Α αυτός που αγαπά τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γονος (< γόνος), πρβλ. παλαιό γονος] … Dictionary of Greek
Ερωφίλη — Θεατρικό έργο (τραγωδία) του Γεωργίου Χορτάτζη. Γράφτηκε περίπου το 1600, ενώ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1637 με την επιμέλεια του Κύπριου Ματθαίου Κιγάλα. Αποτελείται από 3.067 στίχους και έχει 5 πράξεις, στις οποίες παρεμβάλλονται 4 μουσικά… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλογονία — ἡ, Α [φιλόγονος] το να αγαπάει κανείς τα παιδιά του … Dictionary of Greek